- καματώδης
- (I)καματώδης, -ῶδες (Μ)υπερβολικά ζεστός, καυτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].————————(II)καματώδης, -ες (Α)επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.